ὑποδύτου

ὑποδύτου
ὑποδύτης
garment worn under a coat of mail
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • подъвлакъ — ПОДЪВЛАК|Ъ (1*), А с. Нижняя одежда, сорочка: имѧше рѧсы пришвены… створиша ѹбо по долѹ [в изд. подолѹ] подъвлакомъ затокы. (τοῦ ὑποδύτου) ГА XIV1, 27а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • подъвлачьныи — (1*) пр. Относящийся к нижней одежде: имѧше рѧсы пришвены… пришвены быша помежю трьсны [в др. сп. промежю трьсномъ] по токомь [в др. сп. ѡтокамъ] подъвлачнымь ѡкрѹгъ. (ὑποδύτου) ГА XIV1, 27а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λώμα — το (AM λώμα, ατος) νεοελλ. ναυτ. σχοινί που ράβεται γύρω γύρω από το ιστίο για να τό ενισχύσει και να τό προφυλάξει από τον άνεμο, κν. γραντί μσν. κλωστή, νήμα αρχ. 1. το κράσπεδο, η άκρη τού ενδύματος, η ούγια («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ λῶμα τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • σύμπλεκτος — ον, Α [συμπλέκω] 1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ) 2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”